ομοίως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ομοίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμοίως < αρχαία ελληνική ὅμοιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈmi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μοί‐ως
- τονικό παρώνυμο: όμοιος
Συγγενικά
Πηγές
- όμοιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.