ολόφρεσκη
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈlo.fɾe.sci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λό‐φρε‐σκη
- ομόηχο: ολόφρεσκοι
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ολόφρεσκη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ολόφρεσκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.