οληνύχτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.liˈni.xta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λη‐νύ‐χτα
Επίρρημα
οληνύχτα (χρονικό επίρρημα)
- όλη τη νύχτα, κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας
- ※ τι γούρι να σου τύχει, όταν βαρυστομάχιασες από φακές κι έβλεπες οληνύχτα στον ύπνο σου την τρόικα σαν δράκαινα, με πριονωτή ουρά και να βγάζει από το στόμα φωτιές και διαταγές (Στα πεταχτά, Ελευθεροτυπία, 24 Μαΐου 2011 )
- ※ Η γάτα ήρθε σα φωνή από έναν ορίζοντα φοβισμένο / έβρεχε και πρησμένα όνειρα βογκούσαν οληνύχτα / το πρωί ο άνθρωπος πλύθηκε και ξυρίστηκε όπως πάντα (Μίλτος Σαχτούρης, από το ποίημα «Συμπέρασμα», Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο. Εκδόσιες Κέδρος (1958) greek-language.gr)
- ※ Αυτό που τώρα δε μας γνωρίζει / οληνύχτα οργίαζε μέσα μας. (Κώστας Μόντης «Στιγμές» 1958-1975. Κέδρος, 1978. 24 )
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
οληνύχτα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.