ολημερίς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ολημερίς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁλημερίς[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /o.li.meˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ολημερίς

Επίρρημα

ολημερίς

  • καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας
      ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν (Δημοτικό, Του γιοφυριού της Άρτας)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.