ολίγον τι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ολίγον τι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀλίγον τι <μεσαιωνική ελληνική ὀλίγον τι < ελληνιστική κοινή ὀλίγον τι < αρχαία ελληνική ὀλίγον τι < ὀλίγος + τίς
Επίρρημα
ολίγον τι
- (λόγιο) κάπως
- ↪ Είναι ολίγον τι δύσκολο να στο εξηγήσω.
- ≈ συνώνυμα: έν τινι μέτρω
- πολυτονική γραφή: ὀλίγον τι
Μεταφράσεις
ολίγον τι
|
|
Πηγές
- ολίγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.