οικειώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οικειώνομαι < αρχαία ελληνική οἰκειόω / οἰκειῶ < οἰκεῖος < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *woyḱos / *wéyḱs

Ρήμα

οικειώνομαι

Κλίση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.