οικειώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οικειώνομαι < αρχαία ελληνική οἰκειόω / οἰκειῶ < οἰκεῖος < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *woyḱos / *wéyḱs
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | οικειώνομαι | οικειωνόμουν(α) | θα οικειώνομαι | να οικειώνομαι | ||
| β' ενικ. | οικειώνεσαι | οικειωνόσουν(α) | θα οικειώνεσαι | να οικειώνεσαι | (οικειώνου) | |
| γ' ενικ. | οικειώνεται | οικειωνόταν(ε) | θα οικειώνεται | να οικειώνεται | ||
| α' πληθ. | οικειωνόμαστε | οικειωνόμαστε οικειωνόμασταν |
θα οικειωνόμαστε | να οικειωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | οικειώνεστε | οικειωνόσαστε οικειωνόσασταν |
θα οικειώνεστε | να οικειώνεστε | (οικειώνεστε) | |
| γ' πληθ. | οικειώνονται | οικειώνονταν οικειωνόντουσαν |
θα οικειώνονται | να οικειώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | οικειώθηκα | θα οικειωθώ | να οικειωθώ | οικειωθεί | ||
| β' ενικ. | οικειώθηκες | θα οικειωθείς | να οικειωθείς | οικειώσου | ||
| γ' ενικ. | οικειώθηκε | θα οικειωθεί | να οικειωθεί | |||
| α' πληθ. | οικειωθήκαμε | θα οικειωθούμε | να οικειωθούμε | |||
| β' πληθ. | οικειωθήκατε | θα οικειωθείτε | να οικειωθείτε | οικειωθείτε | ||
| γ' πληθ. | οικειώθηκαν οικειωθήκαν(ε) |
θα οικειωθούν(ε) | να οικειωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω οικειωθεί | είχα οικειωθεί | θα έχω οικειωθεί | να έχω οικειωθεί | οικειωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις οικειωθεί | είχες οικειωθεί | θα έχεις οικειωθεί | να έχεις οικειωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει οικειωθεί | είχε οικειωθεί | θα έχει οικειωθεί | να έχει οικειωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε οικειωθεί | είχαμε οικειωθεί | θα έχουμε οικειωθεί | να έχουμε οικειωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε οικειωθεί | είχατε οικειωθεί | θα έχετε οικειωθεί | να έχετε οικειωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν οικειωθεί | είχαν οικειωθεί | θα έχουν οικειωθεί | να έχουν οικειωθεί | ||
Μεταφράσεις
οικειώνομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.