οδική
Νέα ελληνικά
(el)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
o.ðiˈci
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ο
‐
δι
‐
κή
ομόηχα
:
οδικοί
,
ωδική
,
ωδικοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
οδική
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
θηλυκού
γένους
του
οδικός
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.