ξεσκίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεσκίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεσκίζω
Ρήμα
ξεσκίζομαι
- (οικείο) εργάζομαι ή γενικότερα ενεργώ σε υπερβολικό βαθμό, με συνέπεια να κουραστώ ή να εξαντληθώ
Συνώνυμα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεσκίζομαι | ξεσκιζόμουν(α) | θα ξεσκίζομαι | να ξεσκίζομαι | ||
| β' ενικ. | ξεσκίζεσαι | ξεσκιζόσουν(α) | θα ξεσκίζεσαι | να ξεσκίζεσαι | (ξεσκίζου) | |
| γ' ενικ. | ξεσκίζεται | ξεσκιζόταν(ε) | θα ξεσκίζεται | να ξεσκίζεται | ||
| α' πληθ. | ξεσκιζόμαστε | ξεσκιζόμαστε ξεσκιζόμασταν |
θα ξεσκιζόμαστε | να ξεσκιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξεσκίζεστε | ξεσκιζόσαστε ξεσκιζόσασταν |
θα ξεσκίζεστε | να ξεσκίζεστε | (ξεσκίζεστε) | |
| γ' πληθ. | ξεσκίζονται | ξεσκίζονταν ξεσκιζόντουσαν |
θα ξεσκίζονται | να ξεσκίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεσκίστηκα | θα ξεσκιστώ | να ξεσκιστώ | ξεσκιστεί | ||
| β' ενικ. | ξεσκίστηκες | θα ξεσκιστείς | να ξεσκιστείς | ξεσκίσου | ||
| γ' ενικ. | ξεσκίστηκε | θα ξεσκιστεί | να ξεσκιστεί | |||
| α' πληθ. | ξεσκιστήκαμε | θα ξεσκιστούμε | να ξεσκιστούμε | |||
| β' πληθ. | ξεσκιστήκατε | θα ξεσκιστείτε | να ξεσκιστείτε | ξεσκιστείτε | ||
| γ' πληθ. | ξεσκίστηκαν ξεσκιστήκαν(ε) |
θα ξεσκιστούν(ε) | να ξεσκιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξεσκιστεί | είχα ξεσκιστεί | θα έχω ξεσκιστεί | να έχω ξεσκιστεί | ξεσκισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξεσκιστεί | είχες ξεσκιστεί | θα έχεις ξεσκιστεί | να έχεις ξεσκιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεσκιστεί | είχε ξεσκιστεί | θα έχει ξεσκιστεί | να έχει ξεσκιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεσκιστεί | είχαμε ξεσκιστεί | θα έχουμε ξεσκιστεί | να έχουμε ξεσκιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεσκιστεί | είχατε ξεσκιστεί | θα έχετε ξεσκιστεί | να έχετε ξεσκιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεσκιστεί | είχαν ξεσκιστεί | θα έχουν ξεσκιστεί | να έχουν ξεσκιστεί | ||
Μεταφράσεις
ξεσκίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.