ξεσβερκιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεσβερκιάζομαι < ξε και σβερκιάζομαι
Ρήμα
ξεσβερκιάζομαι
- ξεσβερκώνομαι, κρατάω το λαιμό μου σε αφύσικη θέση επί πολλή ώρα και πιάνομαι, πονώ, κουράζονται οι μυς της περιοχής του αυχένα και του λαιμού
→ δείτε τη λέξη ξεσβερκώνομαι
Μεταφράσεις
ξεσβερκιάζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.