ξεπλατίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
ξεπλατίζω
- κουράζω
- ※ Ὁ πτωχὸς Σακελλάριος δὲν ἤθελε νὰ ξεπλατίσῃ οὔτε νεκροθάπτας, οὔτε νεκροπομπούς, οὔτε φερετραγωγούς, οὔτε τοὺς φίλους, ὅσοι θὰ ἐπροαιροῦντο ν᾿ ἀνοίξωσι τὰ βαλάντια διὰ νὰ συνεισφέρωσι τὰ ἔξοδα τῆς κηδείας (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Αὐτοκτόνος (1954), )
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεπλατίζω | ξεπλάτιζα | θα ξεπλατίζω | να ξεπλατίζω | ξεπλατίζοντας | |
| β' ενικ. | ξεπλατίζεις | ξεπλάτιζες | θα ξεπλατίζεις | να ξεπλατίζεις | ξεπλάτιζε | |
| γ' ενικ. | ξεπλατίζει | ξεπλάτιζε | θα ξεπλατίζει | να ξεπλατίζει | ||
| α' πληθ. | ξεπλατίζουμε | ξεπλατίζαμε | θα ξεπλατίζουμε | να ξεπλατίζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεπλατίζετε | ξεπλατίζατε | θα ξεπλατίζετε | να ξεπλατίζετε | ξεπλατίζετε | |
| γ' πληθ. | ξεπλατίζουν(ε) | ξεπλάτιζαν ξεπλατίζαν(ε) |
θα ξεπλατίζουν(ε) | να ξεπλατίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεπλάτισα | θα ξεπλατίσω | να ξεπλατίσω | ξεπλατίσει | ||
| β' ενικ. | ξεπλάτισες | θα ξεπλατίσεις | να ξεπλατίσεις | ξεπλάτισε | ||
| γ' ενικ. | ξεπλάτισε | θα ξεπλατίσει | να ξεπλατίσει | |||
| α' πληθ. | ξεπλατίσαμε | θα ξεπλατίσουμε | να ξεπλατίσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεπλατίσατε | θα ξεπλατίσετε | να ξεπλατίσετε | ξεπλατίστε | ||
| γ' πληθ. | ξεπλάτισαν ξεπλατίσαν(ε) |
θα ξεπλατίσουν(ε) | να ξεπλατίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεπλατίσει | είχα ξεπλατίσει | θα έχω ξεπλατίσει | να έχω ξεπλατίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεπλατίσει | είχες ξεπλατίσει | θα έχεις ξεπλατίσει | να έχεις ξεπλατίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεπλατίσει | είχε ξεπλατίσει | θα έχει ξεπλατίσει | να έχει ξεπλατίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεπλατίσει | είχαμε ξεπλατίσει | θα έχουμε ξεπλατίσει | να έχουμε ξεπλατίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεπλατίσει | είχατε ξεπλατίσει | θα έχετε ξεπλατίσει | να έχετε ξεπλατίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεπλατίσει | είχαν ξεπλατίσει | θα έχουν ξεπλατίσει | να έχουν ξεπλατίσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεπλατίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.