ξεπηδώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεπηδάω-ξεπηδώ
- πετάγομαι ξαφνικά ξεπετάγομαι
- ξεπηδούσαν οι φλόγες από πεύκο σε πεύκο
- αναδύομαι από κάπου
- τα οικολογικά κινήματα ξεπήδησαν σε όλο τον κόσμο μετά τα μέσα του 20ου αιώνα, κυρίως εκεί που παρουσιάστηκε ένα οξύ πρόβλημα και όπου παράλληλα κάποιοι είχαν εν τω μεταξύ πρωτοπορήσει καλλιεργώντας την περιβαλλοντική παιδεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.