ξεκουμπώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.kumˈbo.no.me/ & /kse.kuˈbo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐κου‐μπώ‐νο‐μαι
Ρήμα
ξεκουμπώνομαι, π.αόρ.: ξεκουμπώθηκα, μτχ.π.π.: ξεκουμπωμένος, (ενεργ.: ξεκουμπώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος ξεκουμπώνω → δείτε και την κλίση
- ξεκουμπίζομαι (σημασία: με διώχνουν)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.