ξεγυμνώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεγυμνώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεγυμνώνω

Ρήμα

ξεγυμνώνομαι

  1. βγάζω όλα τα ρούχα μου και μένω τελείως γυμνός
  2. (μεταφορικά) αποκαλύπτω τα μυστικά μου και τις αδυναμίες μου και μένω εκτεθειμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.