ξαναεπιλέγω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξαναεπιλέγω | ξαναεπέλεγα | θα ξαναεπιλέγω | να ξαναεπιλέγω | ξαναεπιλέγοντας | |
| β' ενικ. | ξαναεπιλέγεις | ξαναεπέλεγες | θα ξαναεπιλέγεις | να ξαναεπιλέγεις | ξαναεπίλεγε | |
| γ' ενικ. | ξαναεπιλέγει | ξαναεπέλεγε | θα ξαναεπιλέγει | να ξαναεπιλέγει | ||
| α' πληθ. | ξαναεπιλέγουμε | ξαναεπιλέγαμε | θα ξαναεπιλέγουμε | να ξαναεπιλέγουμε | ||
| β' πληθ. | ξαναεπιλέγετε | ξαναεπιλέγατε | θα ξαναεπιλέγετε | να ξαναεπιλέγετε | ξαναεπιλέγετε | |
| γ' πληθ. | ξαναεπιλέγουν(ε) | ξαναεπέλεγαν ξαναεπιλέγαν(ε) |
θα ξαναεπιλέγουν(ε) | να ξαναεπιλέγουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξαναεπέλεξα | θα ξαναεπιλέξω | να ξαναεπιλέξω | ξαναεπιλέξει | ||
| β' ενικ. | ξαναεπέλεξες | θα ξαναεπιλέξεις | να ξαναεπιλέξεις | ξαναεπίλεξε | ||
| γ' ενικ. | ξαναεπέλεξε | θα ξαναεπιλέξει | να ξαναεπιλέξει | |||
| α' πληθ. | ξαναεπιλέξαμε | θα ξαναεπιλέξουμε | να ξαναεπιλέξουμε | |||
| β' πληθ. | ξαναεπιλέξατε | θα ξαναεπιλέξετε | να ξαναεπιλέξετε | ξαναεπιλέξτε | ||
| γ' πληθ. | ξαναεπέλεξαν ξαναεπιλέξαν(ε) |
θα ξαναεπιλέξουν(ε) | να ξαναεπιλέξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξαναεπιλέξει | είχα ξαναεπιλέξει | θα έχω ξαναεπιλέξει | να έχω ξαναεπιλέξει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξαναεπιλέξει | είχες ξαναεπιλέξει | θα έχεις ξαναεπιλέξει | να έχεις ξαναεπιλέξει | έχε ξαναεπιλεγμένο | |
| γ' ενικ. | έχει ξαναεπιλέξει | είχε ξαναεπιλέξει | θα έχει ξαναεπιλέξει | να έχει ξαναεπιλέξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξαναεπιλέξει | είχαμε ξαναεπιλέξει | θα έχουμε ξαναεπιλέξει | να έχουμε ξαναεπιλέξει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξαναεπιλέξει | είχατε ξαναεπιλέξει | θα έχετε ξαναεπιλέξει | να έχετε ξαναεπιλέξει | έχετε ξαναεπιλεγμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν ξαναεπιλέξει | είχαν ξαναεπιλέξει | θα έχουν ξαναεπιλέξει | να έχουν ξαναεπιλέξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξαναεπιλεγμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξαναεπιλεγμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξαναεπιλεγμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξαναεπιλεγμένο | |||||
Μεταφράσεις
ξαναεπιλέγω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.