ντιζέζ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ντιζέζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική diseuse, θηλυκό του diseur

Προφορά

ΔΦΑ : /diˈzez/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντιζέζ

Ουσιαστικό

ντιζέζ θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.