ντιζέρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ντιζέρ < γαλλική disant + -eur < dire < μέση γαλλική dire < παλαιά γαλλικά dire < λατινική dicere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος dico < πρωτοϊταλική *deikō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *déyḱti (δείκνυμι) < *deyḱ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /diˈzeɾ/
Ουσιαστικό
ντιζέρ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: ντιζέζ)
- (παρωχημένο, επάγγελμα) τραγουδιστής (λαϊκού ή ελαφρού τραγουδιού) σε (κοσμικό ή νυχτερινό) κέντρο
Μεταφράσεις
ντιζέρ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.