νομιμοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
νομιμοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νομιμοποιώ
- θα νομιμοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νομιμοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
νομιμοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νομιμοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.