νηο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νηο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νηο- < ναῦς
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νηο- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
- νεω-
- → δείτε τη λέξη ναυς
Μεταφράσεις
νηο-
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πρόθημα
νηο-
- όπως νεω-
- νηοφόρος
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα νηο- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
- νεω-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.