νεωλκέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

νεωλκέω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νεωλκ(ός) + -έω / -ῶ < νεω- (< ναῦς) + θέμα ὁλκ- (ὁλκός < ἕλκω) [1]

Ρήμα

νεωλκέω / νεωλκῶ

Συγγενικά

Αναφορές

  1. νεωλκώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.