μύαξ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μύαξ < αρχαία ελληνική μύαξ

Ουσιαστικό

μύαξ αρσενικό

  1. (ζωολογία, αρχαιοπρεπές) μύδι
  2. (αρχιτεκτονική, αρχαιοπρεπές) η (αχηβάδα)χηβάδα στην κόγχη χριστιανικού ναού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.