μπραβιλίκι

Ελληνικά (el)
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | μπραβιλίκι | μπραβιλίκια |
| γενική | μπραβιλικιού | μπραβιλικιών |
| αιτιατική | μπραβιλίκι | μπραβιλίκια |
| κλητική | μπραβιλίκι | μπραβιλίκια |

Ουσιαστικό
το μπραβιλίκι (el) ουδέτερο
- εξαναγκασμός
- άνομη βία
- παροχή προστασίας είτε α. από άνομη ομάδα την οποία το αφεντικό (ή ο πελάτης εάν απευθυνθεί σε "εταιρεία" προστατών, εταιρεία security χωρίς χαρτιά ή που χρησιμοποιεί όπλα και παραβιάζει την νομοθεσία) ηθελημένα ορίζει είτε β. χωρίς το θύμα να έχει δικαίωμα απόρριψης της προστασίας (στην εξαναγκασμένη προστασία συχνά απλώς το θύμα πληρώνει χωρίς να υπάρχει ουσιώδης προστασία όμως αυτό δεν είναι απόλυτο)
- (μεταφορικά) το μπούλινγκ σε συμμαθητές• συνήθως το λέμε για το οργανωμένο-δικτυωμένο και τακτικό μπούλινγκ
- μπραβιλίκι επίσης λέμε το μπούλινγκ που προξενεί (επιφέρει - προκαλεί) σωματικές βλάβες
- εάν σε σχολικό εκφοβισμό προκύψει πληρωμή για πράξη βίας, τότε η λέξη μπραβιλίκι είναι κυριολεκτική (νομικώς έχει τεράστια σημασία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.