μπούλιγκ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπούλιγκ < αγγλική bullying < bully < ολλανδικά boel (εραστής, αδερφός) < μέση ολλανδική boel < πρωτογερμανική *bō-lan- < *bō- (αδερφός, πατέρας)

Ουσιαστικό

μπούλιγκ ουδέτερο άκλιτο

  • (νεολογισμός) άλλη μορφή του μπούλινγκ
    Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει ότι και στο παγκόσμιο μπεστ σέλερ της Ρόουλιγκ υπάρχει υποδειγματική πραγμάτευση του μπούλιγκ, ιδίως όταν ο μικρός μάγος καλείται να αναμετρηθεί με την επίγνωση ότι τα ινδάλματά του, ο νεκρός πατέρας και ο ήρωας-νονός, είχαν κακοποιήσει άλλοτε με έργα και λόγια το αδύναμο παιδί της τάξης, αυτόν που εξελίχθηκε στον σκοτεινό καθηγητή Σνέιπ. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.