μουλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μουλώνω (1,2) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουλώνω / μουλλώνω / μουλλώννω < ελληνιστική κοινή μυλλός (με στραβό χείλος) / μύλλον (χείλος)
μουλώνω (3) < μουλαρώνω

Ρήμα

μουλώνω

  1. (οικείο) αδρανώ, σιωπώ
  2. (οικείο) είμαι μουλωχτός, ύπουλος
  3. (οικείο, ιδιωματικό) μουλαρώνω

Συγγενικά

Σημειώσεις

Τα ρήματα τα οποία λήγουν σε -ώνω σχηματίζουν τον αόριστο σε -σα. Το ρήμα μουλώνω αποτελεί εξαίρεση και σχηματίζει τον αόριστο σε -ξα.

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.