μονομαχώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μονομαχώ < αρχαία ελληνική μονομᾰχέω / μονομᾰχῶ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μονομαχώ | μονομαχούσα | θα μονομαχώ | να μονομαχώ | μονομαχώντας | |
| β' ενικ. | μονομαχείς | μονομαχούσες | θα μονομαχείς | να μονομαχείς | (μονομάχει) | |
| γ' ενικ. | μονομαχεί | μονομαχούσε | θα μονομαχεί | να μονομαχεί | ||
| α' πληθ. | μονομαχούμε | μονομαχούσαμε | θα μονομαχούμε | να μονομαχούμε | ||
| β' πληθ. | μονομαχείτε | μονομαχούσατε | θα μονομαχείτε | να μονομαχείτε | μονομαχείτε | |
| γ' πληθ. | μονομαχούν(ε) | μονομαχούσαν(ε) | θα μονομαχούν(ε) | να μονομαχούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μονομάχησα | θα μονομαχήσω | να μονομαχήσω | μονομαχήσει | ||
| β' ενικ. | μονομάχησες | θα μονομαχήσεις | να μονομαχήσεις | μονομάχησε | ||
| γ' ενικ. | μονομάχησε | θα μονομαχήσει | να μονομαχήσει | |||
| α' πληθ. | μονομαχήσαμε | θα μονομαχήσουμε | να μονομαχήσουμε | |||
| β' πληθ. | μονομαχήσατε | θα μονομαχήσετε | να μονομαχήσετε | μονομαχήστε | ||
| γ' πληθ. | μονομάχησαν μονομαχήσαν(ε) |
θα μονομαχήσουν(ε) | να μονομαχήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μονομαχήσει | είχα μονομαχήσει | θα έχω μονομαχήσει | να έχω μονομαχήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μονομαχήσει | είχες μονομαχήσει | θα έχεις μονομαχήσει | να έχεις μονομαχήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μονομαχήσει | είχε μονομαχήσει | θα έχει μονομαχήσει | να έχει μονομαχήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μονομαχήσει | είχαμε μονομαχήσει | θα έχουμε μονομαχήσει | να έχουμε μονομαχήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μονομαχήσει | είχατε μονομαχήσει | θα έχετε μονομαχήσει | να έχετε μονομαχήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μονομαχήσει | είχαν μονομαχήσει | θα έχουν μονομαχήσει | να έχουν μονομαχήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.