μισητής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μισητής < μισῶ < αρχαία ελληνική μισέω, -ῶ


Κλιτικός τύπος επιθέτου

μισητής

  • Αυτός που τρέφει μίσος (για κάποιον), είτε από φθόνο είτε από ζήλια για τα αγαθά ή την ευτυχία των άλλων

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.