μινιστέριον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μινιστέριον | τὰ | μινιστέρια | ||||
| γενική | τοῦ | μινιστερίου | τῶν | μινιστερίων | ||||
| δοτική | τῷ | μινιστερίῳ | τοῖς | μινιστερίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | μινιστέριον | τὰ | μινιστέρια | ||||
| κλητική ὦ! | μινιστέριον | μινιστέρια | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μινιστέριον < λατινική ministerium
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.