μινιστέριον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μινιστέριον τὰ μινιστέρια
      γενική τοῦ μινιστερίου τῶν μινιστερίων
      δοτική τῷ μινιστερί τοῖς μινιστερίοις
    αιτιατική τὸ μινιστέριον τὰ μινιστέρια
     κλητική ! μινιστέριον μινιστέρια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μινιστέριον < λατινική ministerium

Ουσιαστικό

μινιστέριον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.