μηχανή εξωτερικής καύσης
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
μηχανή εξωτερικής καύσης θηλυκό,
- (μηχανολογία): χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε θερμική μηχανή που η καύση του καυσίμου που χρησιμοποιεί γίνεται έξω από το σώμα της μηχανής, όπως π.χ. η ατμομηχανή, ή ο ατμοστρόβιλος.
Συνώνυμα
- κινητήρας εξωτερικής καύσης
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μηχανή εξωτερικής καύσης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.