μητριαρχικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μητριαρχικά < μητριαρχικός

Επίρρημα

μητριαρχικά

  1. με καθεστώς μητριαρχίας
    το μυθικό κράτος των Αμαζόνων κυβερνιόταν μητριαρχικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μητριαρχικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.