μηδαμόθεν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μηδαμόθεν < μηδαμός + -θεν[1]

Επίρρημα

μηδαμόθεν

  1. από πουθενά, από κανένα άλλο μέρος
     συνώνυμα: οὐδαμόθεν
  2. από κανέναν[2][1]
  3. από κοινωνικά χαμηλή, ταπεινή καταγωγή[1]

  • ἄλλοθεν

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  2. τόμ. Γ΄, σελ. 152 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.