μετόπωρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μετόπωρον <

Ουσιαστικό

το μετόπωρον και αργότερα μεθόπωρον

  1. το φθινόπωρο, που λεγόταν και μετόπωρο,δηλαδή η εποχή μετά την ὀπώρα
    τοῦ ἔτους πρὸς μετόπωρον ἤδη ὄντος
    ἢν δὲ τὸ θέρος αὐχμηρὸν γένηται καὶ βόρειον, τὸ δὲ μετόπωρον ἔπομβρον καὶ νότιον, κεφαλαλγίας ἐς τὸν χειμῶνα
  2. (μεταφορικά) η ώριμη ηλικία
    τὸ μετόπωρον τοῦ κάλλους

Συνώνυμα

Συγγενικά


This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.