μετοπωρινός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
μετοπωρινός και αργότερα μεθοπωρινός
- ο φθινοπωρινός, ο σχετικός με το μετόπωρον ή φθινόπωρον
- ἄμεινον τὸ μετοπωρινόν μέλι
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.