μετατίθεμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μετατίθεμαι, παθητική φωνή του μεταθέτω < αρχαία ελληνική μετατίθεμαι

Ρήμα

μετατίθεμαι

  1. με μεταθέτουν
    1. παίρνω μετάθεση
    2. αναβάλλομαι χρονικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.