μεταπίπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταπίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταπίπτω [1] (= μετα- + πίπτω)

Ρήμα

μεταπίπτω

Κλίση

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.