μετανίστημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
μετανίστημι
- απομακρύνω κάποιον από τη χώρα του
- (κατ’ επέκταση) απομακρύνω ή αποτρέπω
- παθητικό, στον αόριστο β' : μεταναστεύω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.