μετανίστημι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

μετανίστημι

  1. απομακρύνω κάποιον από τη χώρα του
  2. (κατ’ επέκταση) απομακρύνω ή αποτρέπω
  3. παθητικό, στον αόριστο β' : μεταναστεύω

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.