μεταμφίεσις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μεταμφίεσις | αἱ | μεταμφιέσεις | ||||
| γενική | τῆς | μεταμφιέσεως | τῶν | μεταμφιέσεων | ||||
| δοτική | τῇ | μεταμφιέσει | ταῖς | μεταμφιέσεσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | μεταμφίεσιν | τὰς | μεταμφιέσεις | ||||
| κλητική ὦ! | μεταμφίεσι | μεταμφιέσεις | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μεταμφίεσις < (ελληνιστική κοινή) μεταμφιάζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- μεταμφίεσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.