μεταλαμπαδεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
μεταλαμπαδεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταλαμπαδεύω
- θα μεταλαμπαδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταλαμπαδεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μεταλαμπαδεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεταλαμπάδευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.