μεσογειακά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεσογειακά < μεσογειακός +

Επίρρημα

μεσογειακά

  1. σε μεσογειακή περιοχή
  2. στην περιοχή της Μεσογείου

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μεσογειακά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.