μεσιανά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
μεσιανά < μεσιαν(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.sçaˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σια‐νά
Μεταφράσεις
μεσιανά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μεσιανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεσιανός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.