μεριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈɾʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ριά‐ζω
Ρήμα
μεριάζω, πρτ.: μέριαζα, αόρ.: μέριασα (λαϊκότροπο)
- (αμετάβατο) απομακρύνομαι, μετακινούμαι
- (μεταβατικό) απομακρύνω, μετακινώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεριάζω | μέριαζα | θα μεριάζω | να μεριάζω | μεριάζοντας | |
| β' ενικ. | μεριάζεις | μέριαζες | θα μεριάζεις | να μεριάζεις | μέριαζε | |
| γ' ενικ. | μεριάζει | μέριαζε | θα μεριάζει | να μεριάζει | ||
| α' πληθ. | μεριάζουμε | μεριάζαμε | θα μεριάζουμε | να μεριάζουμε | ||
| β' πληθ. | μεριάζετε | μεριάζατε | θα μεριάζετε | να μεριάζετε | μεριάζετε | |
| γ' πληθ. | μεριάζουν(ε) | μέριαζαν μεριάζαν(ε) |
θα μεριάζουν(ε) | να μεριάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μέριασα | θα μεριάσω | να μεριάσω | μεριάσει | ||
| β' ενικ. | μέριασες | θα μεριάσεις | να μεριάσεις | μέριασε | ||
| γ' ενικ. | μέριασε | θα μεριάσει | να μεριάσει | |||
| α' πληθ. | μεριάσαμε | θα μεριάσουμε | να μεριάσουμε | |||
| β' πληθ. | μεριάσατε | θα μεριάσετε | να μεριάσετε | μεριάστε | ||
| γ' πληθ. | μέριασαν μεριάσαν(ε) |
θα μεριάσουν(ε) | να μεριάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεριάσει | είχα μεριάσει | θα έχω μεριάσει | να έχω μεριάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεριάσει | είχες μεριάσει | θα έχεις μεριάσει | να έχεις μεριάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεριάσει | είχε μεριάσει | θα έχει μεριάσει | να έχει μεριάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεριάσει | είχαμε μεριάσει | θα έχουμε μεριάσει | να έχουμε μεριάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεριάσει | είχατε μεριάσει | θα έχετε μεριάσει | να έχετε μεριάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεριάσει | είχαν μεριάσει | θα έχουν μεριάσει | να έχουν μεριάσει |
| |
Μεταφράσεις
μεριάζω
|
→ δείτε τις λέξεις μετακινώ και απομακρύνω |
Πηγές
- μεριάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.