μαυροπίναξ
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μαυροπίναξ | οἱ | μαυροπίνακες | ||||
| γενική | τοῦ | μαυροπίνακος | τῶν | μαυροπινάκων | ||||
| δοτική | τῷ | μαυροπίνακι | τοῖς | μαυροπίναξι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | μαυροπίνακα | τοὺς | μαυροπίνακας | ||||
| κλητική ὦ! | μαυροπίναξ | μαυροπίνακες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μαυροπίναξ (μαρτυρείται από το 1838) [1]→ και δείτε τη λέξη μαυροπίνακας
Αναφορές
- σελ. 627, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.