μασώμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μασώμαι < μεσαιωνική ελληνική μασῶ, αρχαία ελληνική μασάομαι-μασῶμαι

Ρήμα

μασώμαι και μασιέμαι (λαϊκότροπο)

  1. παθητική φωνή του μασάω-μασώ για σχετικά λόγιες εκφράσεις
    Το χάπι σας κυρία μου σας φάνηκε πικρό διότι δεν είναι σχεδιασμένο να μασάται -πρέπει να το καταπίνετε ως έχει και να το αφήνετε να διαλύεται εν ευθέτω χρόνω στο στομάχι σας
    Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι οι μασώντες οδοντιατρική τσίχλα, μείωσαν τη συσσώρευση της οδοντικής πλάκα

 δείτε τη λέξη μασώ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.