μασέρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μασέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική masseur • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μασέρ αρσενικό άκλιτο και (θηλυκό μασέζ)
- (επάγγελμα) ο επαγγελματίας που γνωρίζει να κάνει μαλάξεις, μασάζ, σε άλλους
Συνώνυμα
- μαλάκτης
- χειρομαλάκτης και χειρομαλάκτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.