μαλλιαρή

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαλλιαρή < μαλλιαρή φιλολογία βλ.σημ. - ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μαλλιαρός

Ουσιαστικό

μαλλιαρή θηλυκό

  • (μειωτικό) ουσιαστικοποιημένο επίθετο, που από το 1900 έως περίπου το 1960 σήμαινε τη δημοτική γλώσσα (που θεωρείτο τότε λαϊκή και βάρβαρη). Καθώς η δημοτική χρησιμοποιήθηκε από τους λογοτέχνες και έγινε πιο αποδεκτή, η μαλλιαρή σήμαινε πια, όχι γενικά τη δημοτική, αλλά την ακραία δημοτική.

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • η λέξη καθιερώθηκε το 1898, και αποδίδεται στο δημοσιογράφο και λογοτέχνη Ιωάννη Κονδυλάκη, ο οποίος απευθυνόμενος στους δημοτικιστές συναδέλφους του, που συνέπιπτε να αφήνουν μακριά μαλλιά, είπε : ιδού και η μαλλιαρή φιλολογία [1]

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μαλλιαρή

Ομώνυμα / Ομόηχα

Αναφορές

  1. σημ.39 στη σελ.111 (αγγλικά): Bien, Peter (1972) Kazantzakis and Linguistic Revolution in Greek Literature. [Ο Καζαντζάκης και η γλωσσική επανάσταση στην ελληνική λογοτεχνία], Princeton University Press. Σ.τ.ε: Ο συγγραφέας άντλησε την πληροφορία από την Ιστορία του Γιάννη Κορδάτου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.