μαλλιαρή
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
μαλλιαρή θηλυκό
Συγγενικά
- μαλλιαροκομμουνισμός
- μαλλιαρωσύνη
- μαλλιαρισμός
- μαλλιαρίζω
- μαλλιαρός
Σημειώσεις
- η λέξη καθιερώθηκε το 1898, και αποδίδεται στο δημοσιογράφο και λογοτέχνη Ιωάννη Κονδυλάκη, ο οποίος απευθυνόμενος στους δημοτικιστές συναδέλφους του, που συνέπιπτε να αφήνουν μακριά μαλλιά, είπε : ιδού και η μαλλιαρή φιλολογία [1]
Μεταφράσεις
μαλλιαρή
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μαλλιαρή
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.