λόμπι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
λόμπι
<
αγγλική
lobby
λόμπι
ξενοδοχείου
Ουσιαστικό
λόμπι
ουδέτερο
άκλιτο
ομάδα
πίεσης
υπέρ κάποιων απόψεων ή/και συμφερόντων
ο χώρος υποδοχής ενός ξενοδοχείου
Συγγενικά
λομπίστας
Λομπίστρια
Ομάδα πίεσης
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
λόμπι
αγγλικά
:
lobby
(en)
γαλλικά
:
lobby
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.