λομπίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λομπίστας οι λομπίστες
      γενική του λομπίστα των λομπιστών
    αιτιατική τον λομπίστα τους λομπίστες
     κλητική λομπίστα λομπίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λομπίστας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λομπίστας αρσενικό

  1. (επάγγελμα) άτομο που δρα για λογαριασμό μιας ομάδας πίεσης, για ένα λόμπι
  2. άτομο που κινεί νήματα «παρασκηνιακά», ο κινών τις μαριονέτες του πολιτικού παιγνίου

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.