λιπομάρτυς
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) ουσιαστικά μεταπλαστά | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λιπομάρτῠς | οἱ | λιπομάρτῠρες | ||||
| γενική | τοῦ | λιπομάρτῠρος | τῶν | λιπομαρτῠ́ρων | ||||
| δοτική | τῷ | λιπομάρτῠρι | τοῖς | λιπομάρτῠσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | λιπομάρτῠρα | τοὺς | λιπομάρτῠρας | ||||
| κλητική ὦ! | λιπομάρτῠς | λιπομάρτῠρες | ||||||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «μάρτυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- λιπομάρτυς: → δείτε τη λέξη λιπομάρτυρας
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.