λιπομάρτυς

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
ουσιαστικά μεταπλαστά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λιπομάρτῠς οἱ λιπομάρτῠρες
      γενική τοῦ λιπομάρτῠρος τῶν λιπομαρτῠ́ρων
      δοτική τῷ λιπομάρτῠρι τοῖς λιπομάρτῠσι(ν)
    αιτιατική τὸν λιπομάρτῠρα τοὺς λιπομάρτῠρας
     κλητική ! λιπομάρτῠς λιπομάρτῠρες
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «μάρτυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιπομάρτυς:  δείτε τη λέξη λιπομάρτυρας

Ουσιαστικό

λιπομάρτυς, -υρος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.