λιοπερίχυτη
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʎo.peˈɾi.çi.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λιο‐πε‐ρί‐χυ‐τη
- ομόηχο: λιοπερίχυτοι
Κλιτικός τύπος επιθέτου
λιοπερίχυτη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του λιοπερίχυτος
- ※ → δείτε παράθεμα στο λιοπερίχυτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.