λησταρχεῖον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- λησταρχεῖον < λήσταρχ(ος) + -εῖον
Ουσιαστικό
λησταρχεῖον ουδέτερο
- λησταρχείο, το λημέρι του λήσταρχου
- (περιληπτικό) ληστείες, συρροή ληστειών
- λησταρχεῖο
Πηγές
- λῃσταρχεῖον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- λησταρχεῖον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.