ληκάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ληκάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ληκάω/ ληκῶ
- κάνω πεολειχία
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, θεσμοφοριάζουσαι, στίχ. 493 (493-494) @scaife.perseus
- οὐδʼ ὡς ὅταν μάλισθʼ ὑπό του ληκώμεθα | τὴν νύχθ’,
- ≈ συνώνυμα: βινέω, πυγίζω, λαικάζω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, θεσμοφοριάζουσαι, στίχ. 493 (493-494) @scaife.perseus
Συγγενικά
- ληκαλέος
- λήκημα
- ὑποληκάω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Ρηματικοί τύποι:
- απαρέμφατο αορ. ληκῆσαι
Πηγές
- ληκάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.