λευκοφορώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λευκοφορώ < ελληνιστική κοινή λευκοφορέω / λευκοφορῶ < λευκοφόρος < αρχαία ελληνική λευκός + φέρω
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- λευκοφόρος
- → δείτε τις λέξεις λευκός και φορώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λευκοφορώ | λευκοφορούσα | θα λευκοφορώ | να λευκοφορώ | λευκοφορώντας | |
| β' ενικ. | λευκοφορείς | λευκοφορούσες | θα λευκοφορείς | να λευκοφορείς | (λευκοφόρει) | |
| γ' ενικ. | λευκοφορεί | λευκοφορούσε | θα λευκοφορεί | να λευκοφορεί | ||
| α' πληθ. | λευκοφορούμε | λευκοφορούσαμε | θα λευκοφορούμε | να λευκοφορούμε | ||
| β' πληθ. | λευκοφορείτε | λευκοφορούσατε | θα λευκοφορείτε | να λευκοφορείτε | λευκοφορείτε | |
| γ' πληθ. | λευκοφορούν(ε) | λευκοφορούσαν(ε) | θα λευκοφορούν(ε) | να λευκοφορούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λευκοφόρησα | θα λευκοφορήσω | να λευκοφορήσω | λευκοφορήσει | ||
| β' ενικ. | λευκοφόρησες | θα λευκοφορήσεις | να λευκοφορήσεις | λευκοφόρησε | ||
| γ' ενικ. | λευκοφόρησε | θα λευκοφορήσει | να λευκοφορήσει | |||
| α' πληθ. | λευκοφορήσαμε | θα λευκοφορήσουμε | να λευκοφορήσουμε | |||
| β' πληθ. | λευκοφορήσατε | θα λευκοφορήσετε | να λευκοφορήσετε | λευκοφορήστε | ||
| γ' πληθ. | λευκοφόρησαν λευκοφορήσαν(ε) |
θα λευκοφορήσουν(ε) | να λευκοφορήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λευκοφορήσει | είχα λευκοφορήσει | θα έχω λευκοφορήσει | να έχω λευκοφορήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λευκοφορήσει | είχες λευκοφορήσει | θα έχεις λευκοφορήσει | να έχεις λευκοφορήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λευκοφορήσει | είχε λευκοφορήσει | θα έχει λευκοφορήσει | να έχει λευκοφορήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λευκοφορήσει | είχαμε λευκοφορήσει | θα έχουμε λευκοφορήσει | να έχουμε λευκοφορήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λευκοφορήσει | είχατε λευκοφορήσει | θα έχετε λευκοφορήσει | να έχετε λευκοφορήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λευκοφορήσει | είχαν λευκοφορήσει | θα έχουν λευκοφορήσει | να έχουν λευκοφορήσει |
| |
Μεταφράσεις
λευκοφορώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.